- πλεκτήριο
- τοβλ. πλεχτήριο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πλεκτήριο — και πλεχτήριο, το, Ν 1. χώρος στον οποίο είναι εγκατεστημένες πλεκτικές μηχανές 2. εργαστήριο πλεκτικής ή τμήμα κλωστοϋφαντουργικής βιομηχανίας όπου κατασκευάζονται πλεκτά ενδύματα με τη χρήση πλεκτικών μηχανών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλέκω + επίθημα… … Dictionary of Greek
πλέκω — (I) ΝΜΑ, διαλ. τ. πλέγω και πλέχω Ν 1. κατασκευάζω πλέγματα συστρέφοντας ή περνώντας το ένα μέσα από το άλλο κλαδιά, σχοινιά, καλάμια, νήματα ή άλλο υλικό (α. «πλεγμένα με τα φύλλα τού μυστικού Ελικώνος», Κάλβ. β. «πλέξαντες στέφανον ἐξ ἀκανθῶν… … Dictionary of Greek
πλεκτουργείο — το, Ν [πλεκτουργός] εργαστήριο ή εργοστάσιο κατασκευής πλεκτών ειδών, πλεκτήριο … Dictionary of Greek
πλεχτήριο — το, Ν βλ. πλεκτήριο … Dictionary of Greek
Αγίας Τριάδας, μονή — Ονομασία 21 μοναστηριών. 1. Ανδρικό μοναστήρι στα Μετέωρα. 2. Ανδρικό μοναστήρι στον νομό Λασιθίου. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Πέτρας. Ιδρύθηκε στα τέλη του 15ου αι. Ιδρυτής του ήταν ο Μάρκος Παπαδόπουλος, Κρητικός τιμαριούχος που ίδρυσε και το… … Dictionary of Greek
Αγίου Κηρύκου και Ιουλίτης, μονή — Γυναικείο μοναστήρι στα ανατολικά του Σιδηροκάστρου. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Σιδηροκάστρου και ιδρύθηκε το 1968. Στο μοναστήρι λειτουργεί πλεκτήριο, ιεροραφείο, εργαστήριο αγιογραφίας, ταπητουργείο και κηροπλαστείο … Dictionary of Greek